- ισθμός
- Στενή λωρίδα γης που ενώνει δύο ξηρές και χωρίζει δύο θάλασσες. Οι ι. δημιουργούνται από διάφορα αίτια: ηφαιστειακές, αιολικές ή ιζηματογενείς αποθέσεις, τεκτονικές μεταβολές του γήινου φλοιού, βραδυσεισμικές κινήσεις κ.ά. Στη σύγχρονη εποχή οι άνθρωποι παρεμβαίνουν στη γεωμορφολογία κόβοντας πολλούς ι. στα δύο με διώρυγες, για να διευκολύνεται η ναυσιπλοΐα και κατά συνέπεια η μεταφορά εμπορευμάτων. Οι πιο γνωστοί ι. διεθνώς είναι του Παναμά, που ενώνει την Κεντρική με τη Νότια Αμερική, όπου έχει κατασκευαστεί η ομώνυμη διώρυγα, και του Σουέζ που ενώνει την Ασία με την Αφρική, όπου επίσης υπάρχει διώρυγα. Στην Ελλάδα υπάρχει ο ι. της Κορίνθου, που ενώνει την Πελοπόννησο με τη Στερεά Ελλάδα, και η αντίστοιχη διώρυγα.
Η περιοχή των ισθμών της Κεντρικής Αμερικής, όπως εικονίζεται σε χάρτη του 1561.
* * *ο (Α ἰσθμός, ὁ και σε επιγρ. και ή)1. στενή λωρίδα γης που χωρίζει δύο θάλασσες και ενώνει δύο στεριές («ο ισθμός τής Παλλήνης»)2. ως κύρ. όν. ο Ισθμόςο Ισθμός τής Κορίνθουνεοελλ.κοιλότητα τού σώματος που ενώνει δύο ευρύτερες κοιλότητεςαρχ.1. στενή διάβαση, «λαιμός»2. φάρυγγας, λαιμός3. στενή κορυφογραμμή στον Καύκασο μεταξύ Κασπίας και Ευξείνου4. (για θάλασσα) διώρυγα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέθηκε με το εἶμι* «πηγαίνω» και σχηματίστηκε με επίθημα -θμο-, το οποίο απαντά στον παράλληλο τ. Ἰ-θμός (σε δελφική επιγραφή) και στα ἴ-θμα*, εἰσ-ί-θμη*. Το -σ- όμως τής λ. παραμένει ανερμήνευτο, ενώ η αναγωγή σε ΙΕ τ. *idh-dhmo- είναι αβέβαιη. Τέλος, από σημασιολογικής πλευράς η λ. ἰσθμός μπορεί να συνδεθεί με αρχ. νορβ. eid «ἱσθμός» < ΙE *oi-dho- (ή *oi-to)].
Dictionary of Greek. 2013.